- Παλλάδα
- ηεπίθ. της θεάς Αθηνάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Παλλάδα — Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλλάδ' — Παλλάδα , Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem acc sg Παλλάδι , Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem dat sg Παλλάδε , Παλλάς coin bearing the head of Pallas fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Emmanuel Lombardos — „Kreuzigung“ von Emmanuel Lombardos (Eremitage, Sankt Petersburg) Emmanuel Lombardos (griechisch Εμμανουήλ Λομβάρδος Emmanouil Lomvardos, auch Λαμπάρδο Lambardo) war ein griechischer Maler des 17. Jahrhunderts. Man schreibt ihm auch die mit… … Deutsch Wikipedia
Lombardos — „Kreuzigung“ von Emmanuel Lombardos (Eremitage, Sankt Petersburg) Emmanuel Lombardos (griechisch Εμμανουήλ Λομβάρδος Emmanouil Lomvardos, auch Λαμπάρδο Lambardo) war ein griechischer Maler des 17. Jahrhunderts. Man schreibt ihm auch die mit… … Deutsch Wikipedia
Παλλάς — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 28 Μαρτίου 1802 από τον Όλμπερς. Είναι ένας από τους λαμπρότερους αστεροειδείς, με διάμετρο περίπου 500 χλμ. Η επιφάνειά του έχει περισσότερες ανωμαλίες από εκείνες της Σελήνης. Απέχει από τον Ήλιο 2 … Dictionary of Greek
Παλλαντιάς — Παλλαντιάς, ἡ (Α) φρ. «Παλλαντιάς κόρη» η Παλλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλλας, αντος + κατάλ. ιάς (πρβλ. Παιων ιάς)] … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
ορσίμαχος — ὀρσίμαχος, ον (Α) (για την Παλλάδα) αυτός που παροτρύνει, που ξεσηκώνει σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. τηλέ μαχος] … Dictionary of Greek
περσέπολις — Μία από τις πρωτεύουσες της αρχαίας περσικής αυτοκρατορίας, όπου σώζονται οι τάφοι των Περσών βασιλιάδων. Ιδρύθηκε από τον Δαρείο A΄ γύρω στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και επεκτάθηκε από τον γιο του Ξέρξη A΄ και τον Αρταξέρξη A΄. Ήταν χτισμένη στα Ν… … Dictionary of Greek